-
1 σκόντο
discountΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σκόντο
-
2 διεπιπράσκοντο
διεπιπρά̱σκοντο, διαπιπράσκωsell off: imperf ind mp 3rd pl (attic doric) -
3 επιπράσκοντο
-
4 ἐπιπράσκοντο
-
5 κραιπνός
1 swift “ Τιτυὸν βέλος Ἀρτέμιδος θήρευσε κραιπνόν” P. 4.90 κυλινδέ- σκοντό τε (sc. πέτραι)κραιπνότεραι ἢ βαρυγδούπων ἀνέμων στίχες P. 4.209
σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες fr. 133. 4.
См. также в других словарях:
σκόντο — το, Ν άκλ. 1. έκπτωση τής τιμής εμπορεύματος ή ποσού που πρέπει να πληρωθεί 2. φρ. «κάνε σκόντο» μτφ. α) μην λες υπερβολές β) μην έχεις υπερβολικές αξιώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sconto] … Dictionary of Greek
σκόντο — το (λ. ιταλ.), έκπτωση στην τιμή: Αν ψωνίσεις από το κατάστημά μου πολλά πράγματα, θα σου κάνω σκόντο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έκπτωση — η 1. κοινωνική ή ηθική μείωση, ξεπεσμός, κατάντια. 2. (για ηγεμόνες, ιεράρχες, αξιωματικούς), απώλεια εξουσίας ή βαθμού, εκθρόνιση, καθαίρεση: Στο βασανιστή επιβλήθηκε έκπτωση από το βαθμό του ταγματάρχη. 3. στέρηση δικαιώματος, ακύρωση σύμβασης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διεπιπράσκοντο — διεπιπρά̱σκοντο , διαπιπράσκω sell off imperf ind mp 3rd pl (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπράσκοντο — ἐπιπρά̱σκοντο , πιπράσκω export for sale imperf ind mp 3rd pl (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)